Το Debut.gr γυρνά τον χρόνο πίσω και θυμάται μία από τις πλέον χαρακτηριστικές υποθέσεις που στιγμάτισαν το ελληνικό ποδόσφαιρο. Αυτή του Γιάννη Μπουμπλή ή αλλιώς Χουάν Ραμόν Ρότσα.

Μία από τις πλέον χαρακτηριστικές ιστορίες που σημάδεψαν το ελληνικό ποδόσφαιρο της δεκαετίας του 1980 και απασχόλησαν αρκετά τα τότε Μέσα Ενημέρωσης, ήταν η υπόθεση του Γιάννη Μπουμπλή ή -όπως τον γνωρίζει ο περισσότερος κόσμος- Χουάν Ραμόν Ρότσα.

Όλα ξεκίνησαν το 1975 όταν και όντας ακόμα 21 ετών και παίκτης της Νιούελς Ολντ Μπόις, ο Ρότσα είχε έρθει στην Ελλάδα για λογαριασμό του Παναθηναϊκού, χωρίς όμως εν τέλει να υπογράψει συμβόλαιο με τους «πράσινους».

«Εγώ ήθελα να παίξω στην Ευρώπη και συμφώνησα να πάω στην Αθήνα. Στις 11.30 το βράδυ με περίμεναν τρεις άνθρωποι στο αεροδρόμιο. Ο Θεοφάνης μου συστήνει κάποιον Έλληνα που έμενε μόνιμα στην Αργεντινή, δεν θυμάμαι το όνομά του. Μου λέει επί λέξει “αυτός θα είναι ο αδερφός σου. Θα παίξεις σαν Έλληνας με το επίθετο Μπουμπλής”. Το ρώτησα για ποιο λόγο και μου απάντησε ότι στην Ελλάδα επιτρέπονται μόνο δύο ξένοι και είναι συνηθισμένο το φαινόμενο να γίνονται ελληνοποιήσεις» είχε δηλώσει σε παλαιότερες συνεντεύξεις του ο Ρότσα αναφερόμενος στην πρώτη του επίσκεψη στην Ελλάδα για λογαριασμό του Παναθηναϊκού.

Μετά από ένα σήριαλ μικρού χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο ο Ρότσα είχε αφεθεί από την διοίκηση του «τριφυλλιού» και τον τότε πρόεδρο, Μαντζαβελάκη, στη… μοίρα ενώ, μάλιστα, είχε αποκομίσει έναν αρκετά σοβαρό τραυματισμό εξαιτίας των λανθασμένων (;) χειρισμών του τότε φυσικοθεραπευτή της ομάδας, κύριου Χριστοδούλου, ο νεαρός Χουάν Ραμόν αποφασίζει να γυρίσει στην Αργεντινή και να συνεχίσει την καριέρα του στη Νιούελς.

Η ημέρα που ο Ρότσα θα γινόταν μέρος της πράσινης οικογένειας, ωστόσο, δεν άργησε. Τον Δεκέμβριο του 1979, η οικογένεια Βαρδινογιάννη που είχε αναλάβει στο μεταξύ τον Παναθηναϊκό, τον πείθει και εν τέλει ολοκληρώνει τη μεταγραφή του ταλαντούχου Αργεντινού αστέρα από τη Μπόκα Τζούνιορς, που έμελλε να γίνει η πηγή μίας τεράστιας αντιπαλότητας μεταξύ Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού και ειδικότερα των προέδρων τους -και μέχρι τότε καλών φίλων- Σταύρου Νταϊφά και Γιώργου Βαρδινογιάννη.

Εγγεγραμμένος στα μητρώα του δήμου Αιγάλεω με το όνομα Γιάννης Μπουμπλής (είχε προκύψει ότι ήταν συγγενής με κάποιον Γιάννη Μπουμπλή, δημότη Αιγάλεω) και το δήμο να βγάζει πιστοποιητικό αναγνώρισης, απέμενε μόνο ένα χαρτί από την πατρίδα του Ρότσα, την Αργεντινή, το οποίο και ήρθε με τέλεξ (δεν υπήρχαν τότε τα φαξ) και στις 22 Δεκεμβρίου του 1979 εκδόθηκε το δελτίο του, έστω και αν δεν ήξερε ούτε να μιλήσει ελληνικά. Άλλωστε ήταν της μόδας οι ελληνοποιήσεις παικτών εκείνη την εποχή στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο που έκανε τα πρώτα του «δειλά» βήματα. Φυσικά, μετά από μία σειρά… παρατράγουδων, το εν λόγω δελτίο ακυρώθηκε στις 26 Ιουνίου 1982.

Το τσεκούρι του πολέμου

Οι εντάσεις και οι κόντρες με αφορμή τον «Μπουμπλή» δεν άργησαν να προκύψουν μεταξύ των δύο αιωνίων αντιπάλων, με την πρώτη κίνηση του Ολυμπιακού να καταθέσει ένσταση για πλαστογραφία και παράνομη συμμετοχή του Ρότσα στο πρώτο ντέρμπι μεταξύ κόκκινων και πράσινων, έπεσε στο κενό, με το αίτημα των «ερυθρολεύκων» να απορρίπτεται.

Ακολούθησε η κατάκτηση του πρώτου επαγγελματικού πρωταθλήματος από τον Ολυμπιακό επί του Άρη και ακόμα ένα τρόπαιο την επόμενη σεζόν για τους Πειραιώτες, κάτι που έβαλε προσωρινά την υπόθεση στο… ντουλάπι.

Η τελευταία κουβέντα όμως δεν είχε δοθεί. Το καλοκαίρι του 1981, ο Βαρδινογιάννης φέρνει εν μία νυκτί στον Παναθηναϊκό τον Κυράστα και τον Γαλάκο από τον Ολυμπιακό. Το έναυσμα για την συνέχιση του «πολέμου» είχε δοθεί.

Το εναρκτήριο ντέρμπι της σεζόν εκείνης (1-1 τελικό σκορ στην Πάτρα), βρίσκει τον Ρότσα σκόρερ, κάτι που εξοργίζει ακόμα περισσότερο τους ανθρώπους του Ολυμπιακού, οι οποίοι καταφέρνουν να βρουν στήριγμα και σε άλλες ομάδες του πρωταθλήματος, όπως η Λάρισα, η οποία κατέθεσε επίσημα ένσταση για την υπόθεση «Μπουμπλή».

Αξίζει να σημειωθεί πως η περίοδος εκείνη είχε στιγματιστεί και σε πολιτικό επίπεδο με την άνοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ στην εξουσία, που έφερε και τον Κίμωνα Κουλούρη -γνωστού για τις πράσινες προτιμήσεις του- στην ανάλειψη της θέσης του Γενικού Γραμματέα Αθλητισμού, πράγμα που έδωσε την αφορμή στην πλευρά του Ολυμπιακού να κάνει λόγο μέχρι και για συνωμοσιολογίες.

Το Κύπελλο, τα αποκαλυπτήρια και ο Βόλος

Η αφορμή, ωστόσο, που δόθηκε για να εκτροχιαστούν τα πράγματα, ήταν το νοκ-άουτ παιχνίδι Κυπέλλου μεταξύ Ολυμπιακού και Παναθηναϊκόυ στη Λεωφόρο τον Ιανουάριο του 1982. Οι Πειραιώτες βρίσκονται μπροστά στο σκορ με 2-0, διαμαρτύρονται για ακυρωθέν γκολ του Μητρόπουλου και ο Παναθηναϊκός με τρία πέναλτι ανατρέπει το εις βάρος του σκορ και επικρατεί με 3-2. «Αλλαγή δεν γίνεται με Έλληνα Μπουμπλή» φώναζαν οι οπαδοί του Ολυμπιακού, «Φόρτσα Ρότσα Μπουμπλής» απαντούσαν οι αντίστοιχοι των «πρασίνων».

«Γκρινιάζουν γιατί θα τους… καρφώνει σε κάθε ματς» δήλωνε προκλητικά ο Γιώργος Βαρδινογιάννης, με τον Σταύρο Νταϊφά να απαντά καταθέτοντας ποινική δίωξη κατά του Αργεντινού ποδοσφαιριστή.

Εν τέλει και μετά από εκτεταμένη έρευνα, αποδεικνύεται πως το έγγραφο που είχε σταλεί από την Αργεντινή για να πιστοποιήσει την συγγένεια του Ρότσα με τον Μπουμπλή ήταν πλαστό. Η υπόθεση οδηγήθηκε στα δικαστήρια και οι φίλοι του Παναθηναϊκού που βρέθηκαν εξαπίνης πραγματοποίησαν μία από τις μεγαλύτερες πορείες διαμαρτυρίας Ελλήνων φιλάθλων (υπολογίζεται ότι ήταν πάνω από 15 χιλιάδες) στην Ομόνοια.

Με την υπόθεση να έχει πάρει πλέον τη νομική οδό, Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός βρίσκονται συγκάτοικοι στην κορυφή και οδηγούνται σε μπαράζ για το ξεκαθάρισμα του τίτλου. Και εκεί ξεκινά μία σειρά αρκετά σουρεαλιστικών γεγονότων, με τους μεν Πειραιώτες να απειλούν ότι δεν θα αγωνιστούν αν δεν υπάρξει τιμωρία για τους αντιπάλους τους (για τον Ρότσα) και τον μεν Παναθηναϊκό να εμφανίζεται πιο… γενναιόδωρος και να χαρίζει τον τίτλο στον αιώνιο. Τελικά και μετά από διαβούλευση των αρμόδιων αρχών, οι «πράσινοι» δικαιώνονται με ψήφους 7-3 και αγωνίζονται κανονικά στο μπαράζ, το οποίο όμως ήταν καθ’ όλα κόκκινο, με το πρωτάθλημα να καταλήγει για τρίτη συνεχόμενη χρονιά στην ομάδα του Λιμανιού.

Το πόρισμα και το παράπονο

Τον επόμενο Ιούνιο και με την εν λόγω δίκη, που βρισκόταν στο κέντρο της δημοσιότητας, να λήγει, όλες οι «ελληνοποιήσεις» ξένων ποδοσφαιριστών, μεταξύ των οποίων και ο Ρότσα, ακυρώνονται επισήμως. Στη συγκεκριμένη δίκη, μάλιστα, ο εισαγγελέας θα προτείνει την πενταετή φυλάκιση του Ρότσα, θεωρώντας τον υπαίτιο για την όλη υπόθεση.

«Στην Ελλάδα ήμουν γραμμένος με το επίθετο Μπουμπλής στα μητρώα του δήμου Αιγάλεω. Δεν είχαν σχέση οι Βαρδινογιάννηδες όπως λεγόταν. Αργότερα όμως, τσακώθηκε ο Βαρδινογιάννης με το Νταϊφά, που ήταν και κουμπάροι και ένα από τα θύματα της κόντρας τους ήμουν εγώ. Έγιναν καταγγελίες σε βάρος μου από το Νταϊφά και η υπόθεση πήγε στα δικαστήρια. Το 1982, πριν από έναν αγώνα με τον ΟΦΗ, μου ακυρώνουν το δελτίο. Έγινε χαμός. Ξεσηκώθηκε ο κόσμος και συγκεντρώθηκαν 15.000 φίλαθλοι στο Σύνταγμα. Εγώ ήμουν ράκος. Το αστείο, όμως, είναι άλλο. Στη δίκη ο εισαγγελέας πρότεινε να φυλακιστώ για πέντε χρόνια. Από τον Παναθηναϊκό, ποιον να καταδικάσουν;

Ο Μαντζαβελάκης είχε πεθάνει. Τελικά έφαγα 14 μήνες φυλακή, ποινή που απαλείφθηκε μετά την έφεση. Τότε είχαν ερευνηθεί 128 υποθέσεις παράνομων ελληνοποιήσεων και εγώ ήμουν ο τελευταίος. Το γεγονός που ξένισε περισσότερο όμως, ήταν ότι εμφανίστηκε ο Νταϊφάς στη δίκη μου και είπε ότι ήταν εναντίον των ελληνοποιήσεων. Μετά τη δίκη μου απαγορεύθηκε η έξοδος από τη χώρα. Τελικά, πήρα την υπηκοότητα μετά από εννιά χρόνια».

Τα χρόνια πέρασαν, η υπόθεση ξεχάστηκε και στις 6 Ιουνίου του 1986, ο Χουάν Ραμόν Ρότσα έλαβε και επίσημα την ελληνική ιθαγένεια έχοντας υπηρετήσει στον στρατό σε Ρέθυμνο, Σάμο και Αθήνα.

«Ήμουν ο μόνος που πλήρωσε για κάτι που συνέβαινε επί πολλά χρόνια στην Ελλάδα» τόνιζε και τονίζει ακόμα ο Ρότσα όποτε αναφέρεται στην όλη υπόθεση ελληνοποίησής του.