H απομάκρυνση του Πάουλο Μπέντο από τον πάγκο του Ολυμπιακό επιβεβαίωσε όλους όσους έβλεπαν το αναπόφευκτο να πλησιάζει για τον Πορτογάλο τεχνικό.

Το ποδόσφαιρο περισσότερο από κάθε άλλο ομαδικό σπορ είναι ένα άθλημα στο οποίο ο νικητής καθορίζεται από την ποσότητα των λαθών που θα πραγματοποιήσει σε σύγκριση με τον αντίπαλό του. Για παράδειγμα σε αντίθεση με το μπάσκετ, το βόλεϊ ή το πόλο στα οποία η ατομική ικανότητα και η ποιότητα είναι αρκετά για να σου κερδίσουν έναν αγώνα, στο ποδόσφαιρο μία στιγμή αδράνειας μέσα σε ένα 90λεπτο είναι αρκετή για να οδηγήσει στην κατάρρευση όλων όσων έχτιζες με τόσο κόπο και ιδρώτα.

Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ύπαρξη του μεγάλου σε αριθμό μελών που αποτελούν ένα ποδοσφαιρικό σύλλογο (περίπου 25 παίκτες και 1 προπονητής με τους βοηθούς του) δυσχεραίνουν την προσπάθεια απόδοσης ευθυνών μετά από συνεχόμενα αρνητικά αποτελέσματα και εμφανίσεις. Εκεί, λοιπόν, έρχεται ο ρόλος του προπονητή για να διαδραματίσει τον αποδιοπομπαίο τράγο καθώς και αριθμητικά να το δεις είναι πιο εύκολο να απολύσεις έναν άνθρωπο παρά 10.

Αυτό, λοιπόν, το φαινόμενο, το οποίο δεν είναι αποκλειστικά ελληνική συνήθεια (είναι ακόμα νωπές οι μνήμες από την απομάκρυνση του Κλαούντιο Ρανιέρι από τον πάγκο της Λέστερ) έγραψε ένα ακόμη επεισόδιο στο μακροσκελές σενάριό του στην ελληνική πραγματικότητα μετά και την πρόσφατη απόλυση του Πάουλο Μπέντο από την τεχνική ηγεσία του Ολυμπιακού. Κατά τη γνώμη μου η συγκεκριμένη απόφαση της διοίκησης των “ερυθρολεύκων” αν και φαινόταν από μακριά ότι ερχόταν, δεν ήταν ορθή για μία σειρά από λόγους, οι οποίοι θα αναλυθούν παρακάτω. Πριν αρχίσω, όμως την ανάλυση θα ήθελα να επισημάνω ότι ο Πορτογάλος τεχνικός φέρει τεράστιο μερίδιο ευθύνης σε αυτήν του την απόλυση, λόγω του τρόπου με τον οποίο εγκλωβίστηκε μικραίνοντας το ρόστερ της ομάδας. Ως εκ τούτου απόλεσε την λαϊκή στήριξη του φίλων του συλλόγου, συνθήκη απαράβατη, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά για την παραμονή ενός προπονητή στην πιο “ηλεκτρική καρέκλα” σε ελληνικό σύλλογο.

Μέσα και στους 3 στόχους:

Μία ομάδα, όπως ο Ολυμπιακός που έχει την υποχρέωση να κυνηγάει κάθε εγχώριο τίτλο και να πραγματοποιεί μεγάλες πορείες στην Ευρώπης οφείλει πρώτα από όλα να κρίνει τον προπονητή του από την πορεία της ομάδας σε κάθε διοργάνωση ξεχωριστά. Οι ερυθρόλευκοι”, λοιπόν, αν και έχουν χάσει μία μεγάλη διαφορά από το δεύτερο Πανιώνιο, ο οποίος βρίσκεται στο -6 από την κορυφή, συνεχίζουν να αποτελούν ακόμη το ακλόνητο φαβορί για την κατάκτηση του πρωταθλήματος δεδομένου ότι οι κυανέρυθροι δε διαθέτουν νοοτροπία πρωταθλητή για να απειλήσουν σοβαρά τους πρωταθλητές Ελλάδας ενώ ο Ολυμπιακός μετά και το παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό θα διαθέτει ένα βατό πρόγραμμα αναμετρήσεων στην Σούπερ Λιγκ.

Επίσης, ο Ολυμπιακός βρίσκεται στα ημιτελικά του Κυπέλλου Ελλάδος, δείχνοντας χαρακτήρα αποκλείοντας με ανατροπή τον Ατρόμητο στα προημιτελικά του θεσμού ενώ στο Γιουρόπα Λιγκ για πρώτη φορά μετά από 5 χρόνια παίρνει την πρόκριση σε αναμετρήσεις νοκ άουτ, όντας έτοιμος να αντιμετωπίσει στη φάση των “16” την Μπεσίκτας. Συνεπώς, αν συλλογιστεί κανείς τα δεδομένα με τα οποία ξεκίνησε η χρονιά για τους ερυθρόλευκους κατανοεί εύκολα ότι πρόκειται για ένα θαύμα το συγκεκριμένο τριπλό επίτευγμα. Μπορεί κάποιος να αντιπαραβάλει, βέβαια, το επιχείρημα της χαμηλής δυναμικότητας των αντιπάλων κόντρα στους οποίους ήρθε η πρόκριση και η μέχρι στιγμής πρωτιά στο πρωτάθλημα αλλά σε κάθε περίπτωση αυτό που μετράει σε ομάδες πρωταθλητισμού είναι τα αποτελέσματα και όχι το θέαμα ή οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ήρθαν. Εξάλλου και τα προηγούμενα χρόνια, όσον αφορά το Γιουρόπα Λιγκ, ο Ολυμπιακός είχε κληρωθεί ουκ ολίγες φορές με θεωρητικά αδύναμες ομάδες, όπως η Λεβάντε, η Άντερλεχτ, η Μέταλιστ και η Ντνίπρο αλλά δεν κατάφερε να πάρει το ζητούμενο παρά το γεγονός ότι διέθετε καλύτερο υλικό.

Όλα αυτά σε συνδυασμό με την ποιοτική ένδεια του φετινού ρόστερ των ερυθρόλευκων δίνουν ξεκάθαρους πόντους στον πρώην πια τεχνικό των Πειραιωτών.

Ο κόσμος κάνει κουμάντο:

Στο ελληνικό ποδόσφαιρο η λαϊκή υποστήριξη δυστυχώς, έχει πολύ μεγαλύτερη επιρροή από ότι αυτή που πρέπει στους συλλόγους, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση αποτελούν επιχειρήσεις και υποτίθεται ότι διαθέτουν άτομα με προσωπικότητα που μπορούν να αντισταθούν στη θέληση της κοινής γνώμης. Ο κόσμος του Ολυμπιακού, όμως, δεν μπορεί να αντέξει να αντικρίζει την ομάδα του να μην αποδίδει θεαματικό ποδόσφαιρο και για μία ακόμη φορά ήταν αυτός που με την αρνητική του στάση προς τον Μπέντο εκμαίευσε τον εκνευρισμό του (αναφερόμαστε στις ακατάλληλες από πλευράς χρονικής στιγμής δηλώσεις του Πορτογάλου που “άδειασαν” τον Βαγγέλη Μαρινάκη μετά τη χθεσινή ήττα από τον ΠΑΟΚ και μία εβδομάδα μετά τη δήλωση συμπαράστασης από τον εργοδότη του) και έδωσε την τέλεια αφορμή στη διοίκηση του Ολυμπιακού να αποποιηθεί της ευθύνης της απομακρύνοντας τον από τον πάγκο του συλλόγου.

Φυσικά, η συνδρομή του ερυθρόλευκου κοινού σε παρόμοιες απολύσεις αποτελούν τον κανόνα, όπως αποδεικνύει το παρελθόν με τις περιπτώσεις του Μίτσελ και του Ζαρντίμ να είναι οι πιο χαρακτηριστικές. Αποδεικνύεται, δηλαδή, ότι νομοτελειακά από τη στιγμή που ένας προπονητής των ερυθρόλευκων χάσει την εμπιστοσύνη του κόσμου τότε το ρολόι της παραμονής του μετράει αντίστροφα. Φυσικά, αυτό το φαινόμενο παρατηρείται και στις υπόλοιπες ελληνικές ομάδες, όπως η ΑΕΚ και όταν δε συμβαίνει, όπως στην περίπτωση Αναστασίου στον Παναθηναϊκό, αυτό οφείλεται σε οικονομικούς λόγους (στην βαρβάτη αποζημίωση που θα λάμβανε ο Έλληνας τεχνικός για να το πούμε λαϊκά).

Οι σημερινοί διοικούντες των μεγάλων συλλόγων, δηλαδή, δε διαθέτουν το ψυχικό σθένος ώστε να στηρίξουν τις δικές τους επιλογές μέχρι τέλους.

Τραγικό timing:

Κατά τη γνώμη μου όταν μία ομάδα απολύει ένα προπονητή μεσούσης της σεζόν συνεπάγεται ότι έχει κάνει κάποιο λάθος, δεδομένου ότι δε θα έπρεπε να τον εμπιστευθεί από την πρώτη στιγμή. Ωστόσο, τουλάχιστον όταν αυτό γίνεται, είναι συνετό να πραγματοποιείται σε μία χρονική στιγμή που είτε το αγωνιστικό πρόγραμμα δεν είναι τόσο βαρύ είτε έχει ξεκαθαρίσει για ένα σύλλογο εάν βρίσκεται μέσα στους στόχους του. Στον Ολυμπιακό όχι μόνο παραδέχτηκαν χωρίς να το ομολογούν 3 φορές το λάθος τους, καθώς μετράμε 3 απολύσεις μέσα σε μία σεζόν αλλά τις πραγματοποίησαν στα χειρότερα δυνατά χρονικά σημεία.

Ειδικότερα, τον Ολυμπιακό περιμένει ένα άκρως απαιτητικό πρόγραμμα δεδομένου ότι πρέπει να αγωνιστεί με τον Ατρόμητο και τον Παναθηναϊκό για το πρωτάθλημα, δύο φορές με την ανώτερη Μπεσίκτας για το Γιουρόπα Λιγκ ενώ έχει μπροστά του και δύο ντέρμπι, που θα προκύψουν από την κλήρωση για τα ημιτελικά του Κυπέλλου Ελλάδος. Συνεπώς, μέχρι ο νέος προπονητής να μάθει τα κουμπιά των νεαρών Ελλήνων, τις προπονητικές συνήθειες του Τσόρι, του Μάριν και του Καμπιάσο και τα αμυντικά προβλήματα της ομάδας του θα χρειαστεί να περάσει σχεδόν ένας μήνας. Όσον αφορά την αφομοίωση ενός διαφορετικού στυλ παιχνιδιού αυτό δεν πρόκειται γίνει παρά μόνο το προσεχές καλοκαίρι στην προετοιμασία της ομάδας.

Συνοψίζοντας αν και θεωρώ ότι η συγκεκριμένη απόφαση έπρεπε να παρθεί κάποτε, διαφωνώ κάθετα με το χρονικό σημείο στην οποία πραγματοποιήθηκε. Συγκεκριμένα, ο Πάουλο Μπέντο θα ήταν σοφό να αποχωρούσε από την τεχνική ηγεσία του Ολυμπιακού μετά τη λήξη της σεζόν, στην οποία δε θα υπήρχε η πίεση του χρόνου για την εύρεση πατέντων καθώς ο χρόνος θα λειτουργούσε υπέρ των Πειραιωτών.

Είναι σαφές, λοιπόν, ότι αυτή η κατάσταση πρέπει να αλλάξει στην Ελλάδα και ότι οι ελληνικοί σύλλογοι πρέπει να παραδειγματιστούν από τους κορυφαία ευρωπαϊκά σωματεία, τα οποία συνήθως εμπιστεύονται για τουλάχιστον ένα χρόνο τους τεχνικούς τους, καθώς μετά το πέρας αυτού διαστήματος είναι δυνατόν να αξιολογηθεί σωστά ο προπονητής, αφού θα έχουν ολοκληρωθεί οι αγωνιστικές υποχρεώσεις της κάθε ομάδας.

Υ.Γ. Σε κάθε περίπτωση δε μπορώ παρά να δικαιολογήσω την οργή του κόσμου προς το πρόσωπο του Πορτογάλου προπονητή σε ορισμένα σημεία, διότι ήταν οφθαλμοφανές ότι δεν έβλεπε κανένα απολύτως ορθολογικό πλάνο στην ανάπτυξη του Ολυμπιακού, ο οποίος έχει γίνει πια εξαιρετικά προβλέψιμος για τον οποιοδήποτε αντίπαλο, καθιστώντας εύκολο το διάβασμά του.