Το Debut.gr θυμάται την αλάνα που παίξαμε όλοι ποδόσφαιρο και αναπολεί τους χαρακτηριστικούς τύπους που συναντούσε κανείς εκεί.

Αν είσαι παλίκαρος γεννημένος το ’90 ή και πριν θα σε κάνουμε να βουρκώσεις περισσότερο και από την σκηνή που ο Λάζαρος δίνει στον Γρηγόρη τον Γουόλντορφ από το Μάπετ Σόου. Αν πάλι έχεις γεννηθεί μετά την δεκαετία του 1990 ίσως να μην ταυτιστείς ιδιαίτερα με ότι διαβάσεις παρακάτω.

Αυτή τη φορά, το Debut.gr πάει τον χρόνο αρκετά χρόνια πίσω και σκαλίζει το παρελθόν… όλων, στις εποχές αθωότητάς μας, όταν τα απογεύματα πριν μπουν στις ζωές μας τα φροντιστήρια και οι έγνοιες των χρόνων του γυμνασίου και του λυκείου, τα περνούσαμε όλοι μαζί στην αλάνα της γειτονιάς, στο στενάκι που δεν πάρκαραν πολλά αμάξια ή και στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας όταν έβρεχε και δεν μπορούσαμε να βγούμε στο τσιμέντο, παίζοντας τι άλλο; Ποδόσφαιρο.

Έτσι, λοιπόν, το Debut.gr θυμάται τους 10+1 πιο χαρακτηριστικούς τύπους «παικτών» που μπορούσε να δει κανείς σε ένα παιχνίδι αλάνας μεταξύ παιδιών της γειτονιάς.

1. Ο Νίντζα

Ή αλλιώς, Γιάννης Καλιτζάκης. Όταν παίζεις επαγγελματικά και βλέπεις τον αντίπαλο να πηγαίνει κατά μέτωπο προς την εστία της ομάδας σου είναι κάπως -και το τονίζουμε, κάπως- δικαιολογημένο να «πέσεις» λίγο πιο άτσαλα. Όταν όμως παίζεις στην αλάνα με τους φίλους σου, με τη νίκη να μην σημαίνει τίποτα απολύτως και πας να σπάσεις το πόδι κάποιου, τότε λέγεσαι επιεικώς ψυχοπαθής. Όλες οι παρέες είχαν έναν τέτοιο, όλοι τον ήθελαν στην ομάδα τους και όχι γιατί ήξερε μπάλα αλλά για να γλυτώσουν τα κόκκαλά τους.

2. Ο «κλάψας»

Όχι δεν λέμε αυτόν που αν έχανε το έπαιρνε λίγο πιο… βαριά από το φυσιολογικό, αλλά για εκείνον που παραπονιόταν με το κάθε τι. Μπορεί η ομάδα του να κέρδιζε με δέκα γκολ διαφορά αλλά αν γινόταν κάτι, ήταν ικανός να σταματήσει το παιχνίδι, να πιάσει την μπάλα και να ζητήσει τον λόγο από τον «κατηγορούμενο». Ήταν ο κλασικός τύπος που αν έχανε με ένα γκολ θα έβρισκε αμέσως εκείνο το τέρμα που δεν μέτρησε υπέρ της ομάδας του, θα έβγαζε τους πάντες τρελούς και θα πήγαινε σπίτι του με την ψευδαίσθηση ότι το παιχνίδι ήρθε ισοπαλία.

3. Ο «νομίζω ότι ξέρω μπάλα»

Ποδοσφαιρικό παιχνίδι χωρίς τον πλέον γραφικό τύπο που νόμιζε ότι ήξερε μπάλα, γίνεται; Δεν γίνεται! Ήταν ο μπόγος που την είχε δει Ροναλντίνιο (ο τότε «μάγος» ήταν ο Ρόνι) και έκανε συνέχεια εξεζητημένες -ο Θεός να τις κάνει- τρίπλες για να κοπεί πιο εύκολα και από βούτυρο ή για να στείλει την μπάλα στον απέναντι δήμο. Τυπική δικαιολογία του για την… αμπαλοσύνη του: «δεν με ήθελε η ρημάδα σήμερα».

4. Το «κορόιδο»

Ήταν από τις πρώτες μορφές bullying που είχαμε κάνει όλοι μας σε κάποιον και ντρεπόμαστε να το παραδεχθούμε. Το λεγόμενο «κορόιδο» ήταν το παιδί εκείνο που κατά βάθος και να μην ερχόταν για μπάλα δεν θα το παρατηρούσε κανείς. Τον φωνάζαμε επειδή είχε την μπάλα ή γιατί δεν τον ένοιαζε να κυνηγάει την μπάλα ή να την βγάζει κάτω από τα αμάξια. Τον διαλέγαμε κλασικά τελευταίο στη μοιρασιά ενώ στο παιχνίδι ούτε μιλούσε ούτε λαλούσε. Κυριολεκτικά. Ακόμα και γκολ να έβαζε θα ήταν επειδή βρήκε η μπάλα πάνω του.

5. Ο «όντως ξέρω μπάλα»

Ένας ανά παρέα. Δεν υφίσταντο δύο σε μία γειτονιά. Ήταν σαν τους top καουμπόηδες του Τέξας. Δεν γινόταν να υπάρχουν δύο στην ίδια πόλη. Ήταν το παιδί που πράγματι ήξερε να παίζει ποδόσφαιρο (συνήθως αγωνιζόταν σε κάποια ακαδημία), να ντριπλάρει, να σουτάρει και το κυριότερο: δεν το έπαιζε κάποιος! Σε αντίθεση με το νούμερο 3, ο «όντως ξέρω μπάλα» δεν έκανε επίδειξη. Έπαιρνε την μπάλα και απλά ήξερες που θα καταλήξει. Δεν έκανε κάτι το… φαντεζί και το έκανε να φαίνεται παιχνιδάκι. Τον θαύμαζες, τον ήθελες στην ομάδα σου και όταν έλειπε επειδή είχε διάβασμα πολύ απλά δεν γούσταρες να πας για μπάλα.

6. Ο «μπαχαλάκιας»

Κλασική περίπτωση εκκολαπτόμενου Έλληνα. Ο επονομαζόμενος «τσαντίλας» ή αλλιώς Τζενάρο Γκατούζο, ήταν το παιδί εκείνο που μπορεί να την μύριζε, μπορεί και όχι, αλλά τον θυμάσαι για το ότι τα έπαρινε με το οτιδήποτε. Μπορεί να θύμωνε με κάποιον συμπαίκτη του που δεν μάρκαρε σωστά, με έναν αντίπαλο που του μοίρασε… σακούλα, μέχρι και με τους γείτονες που θα τους έκαναν παρατήρηση για το ότι φώναζαν. Ήταν το παιδί που από τα δέκα του θα άνοιγε το στόμα του και θα αμόλαγε περισσότερα καντήλια από φορτηγατζή που πέφτει σε μπλόκα στην Εθνική οδό.

7. Ο «καραβολίδας»

Ήταν το παιδάκι που μπορεί να μην είχε δει ποτέ ξανά στην ζωή του μπάλα ποδοσφαίρου, να μην ήξερε ούτε τους κανόνες αλλά όταν σούταρε νόμιζες ότι η μπάλα θα τρυπήσει από την μανία με την οποία την κλώτσαγε. Δεν καταλάβαινε όσες φορές κι αν του έλεγες να παίξει πιο ήρεμα, όσες φορές κι αν είχε ανοίξει τη μύτη όποιου κακομοίρη είχε βρεθεί στην τροχιά της μπάλας. Σταθερά επικίνδυνος, σε έκανε να πιστεύεις ότι έσπαγε τα δάχτυλα του ποδιού του κάθε φορά που δοκίμαζε να σουτάρει και ο μόνος τρόπος να τον αποφύγεις ήταν να μην του πεις να έρθει.

8. Ο «δεν ξέρω πως τον λένε»

Αν ήσουν σε γειτονιά που είχε τριγύρω δύο δημοτικά -ή και παραπάνω- τότε θα καταλάβεις σε ποιον αναφερόμαστε. Ήταν ο πιτσιρικάς που δεν είχες ιδέα ποιος είναι, πήγαινε σε διαφορετικό σχολείο από εσένα και την παρέα σου αλλά το σπίτι του ήταν ακριβώς πάνω από την αλάνα που παίζατε και σας καθόταν στον σβέρκο. Αν ήξερε να παίζει μπάλα τότε θα φροντίζατε να είναι σε άλλη ομάδα από το νούμερο 5, με το οποίο φυσικά και αλληλομαρκάρονταν για την «αρχηγία», ενώ αν δεν ήξερε μπάλα του έλεγες μία δικαιολογία τύπου «έχουμε ήδη χωριστεί» μήπως και τον ξεφορτωνόσουν.

9. Το γομάρι

Ακόμα μία ιδιαίτερη περίπτωση παίκτη της αλάνας, που διακρινόταν σε δύο επιμέρους κατηγορίες. Ή ήταν -συνήθως- μεγαλύτερος κατά ένα ή παραπάνω χρόνια από την παρέα (κατά κύριο λόγο ο αδερφός κάποιου) και έκανε πλάκα σε όλους ακόμα και αν δεν ήξερε μπάλα λόγω σωματοδομής, πράγμα που τον έκανε τρομερά εριστικό απέναντι στους υπόλοιπους. Η άλλη πιθανότητα ήταν να είναι συνομίληκους με τα άλλα παιδιά αλλά να είναι για κάποιο λόγο… διπλάσιος σε όγκο, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται ότι την… έβρισκε. Αυτός ήταν ο λόγος που κατά κύριο λόγο έπαιζε τέρμα αφού εκτός ότι στα τετ-α-τετ ο αντίπαλος δεν είχε καθόλου καθαρό οπτικό πεδίο, άπλωνε τα χέρια του και κάλυπτε όλο το τέρμα.

10. Ο wannabe Όλιβερ Καν

Για το τέλος αφήσαμε ακόμα μία ιδιάζουσα περίπτωση, που την συναντούσαμε κυρίως στους πορτιέρο της παρέας. Για να είσαι παιδί δημοτικού και να προτιμάς να κάθεσαι στο τέρμα από το να παίζεις μέσα και να έχεις ουσιαστικά όλη την χαρά του παιχνιδιού, σημαίνει ότι γουστάρεις πολύ να είσαι κάτω από τα «γκολπόστ». Ήταν η κλασική φιγούρα παιδιού που έφερνε πάντα γάντια μαζί του, φόραγε μπλούζα γνωστού τερματοφύλακα και έπεφτε με στυλ που θύμιζε τούμπα ενήλικου που φόραγε 12ποντα παρά μπλονζόν. Έβγαινε σε κάθε σέντρα με τις σχάρες και πριν κάνει «ελεύθερο» καλούσε τους συμπαίκτες του να ανέβουν ψηλά λες και έπαιζαν στο «Μαρακανά». Του έφταιγε η άμυνα σε κάθε γκολ που έτρωγε, έπαιζε σχεδόν πάντα παγκότερμα και προτιμούσε να φάει μπουνιά στο διάφραγμα από το να δανείσει τα γάντια του σε κάποιον.

10+1 Ο «περιπτεράκιας»

Ναι οκ ξέρουμε, δεν παίρνουμε και όσκαρ πρωτοτυπίας, αλλά ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι το «μπόνους» αυτού του άρθρου; Αυτή η σιχαμερή για πολλούς, φυσιογνωμία της αλάνας που δεν υπήρχε ούτε μία παρέα να μην την περιλαμβάνει. Καμία επαφή με το… τόπι, μάρκαρε με τα μάτια, γκρίνιαζε αν τον έβαζες στην άμυνα και όταν πια σιχτίριζες που τον είχες στην ομάδα σου, τον πέταγες στην επίθεση για να μην τον έχεις στο οπτικό σου πεδίο. Σου έσπαγε τα νεύρα όταν χωνόταν σαν το σκουλήκι σε κάθε σου προσπάθεια για να κλέψει το γκολ, έσπρωχνε την μπάλα στα «δίχτυα» ενώ είχες περάσει εσύ όλη την ομάδα και έλεγε με περίσσια περηφάνια ότι έβαλε 10 γκολ χωρίς να έχει χάσει ούτε σταγόνα ιδρώτα.